βοηθούμενοι

βοηθούμενοι
βοηθέω
pres part mp masc nom/voc pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Αγιλούλφος ή Αγιλόλφος — (Agilulf). Δούκας του Τορίνο και αργότερα βασιλιάς των Λογγοβαρδών (591 615). Μετά τον θάνατο του βασιλιά Αυθάριου (590), η χήρα του Θεοδολίνδη διάλεξε τον Α. για σύζυγό της. Οι Λογγοβάρδοι αναγνώρισαν επίσημα το 591 στο Μιλάνο τον νέο βασιλιά,… …   Dictionary of Greek

  • Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”